vitaminosis

vitaminosis
f
lék. hypervitaminóza

Diccionario español-checo. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Mira otros diccionarios:

  • υπερβιταμίνωση — η, Ν ιατρ. παθολογική κατάσταση από λήψη υπερβολικής ποσότητας ορισμένης βιταμίνης για θεραπευτικούς σκοπούς (α. «υπερβιταμίνωση Α» β. «υπερβιταμίνωση D»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypervitaminosis < hyper (< υπερ *) +… …   Dictionary of Greek

Compartir el artículo y extractos

Link directo
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”